- ἀχρόνων
- ἄχρονοςwithout timemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδόφωνο — το ένας από τους έξι χαρακτήρες ποιότητας ή έκφρασης ή άχρονων υποτάσεων τής σύγχρονης παρασημαντικής (σημειογραφίας) τής βυζαντινής μουσικής … Dictionary of Greek